Τα παραμύθια μου

Αχ, πόσο γρήγορα μεγάλωσες αγάπη μου!

Μια φορά και έναν Ιανουάριο, κάπου στην Ελλάδα, γεννήθηκε ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Είχε σκούρα καστανά μαλλάκια τόοοσο πυκνά που στο μαιευτήριο η μαμά του το ξεχώριζε μεμιάς ανάμεσα σε όλα τα μωρά.

-Θαυματάκι μου, έλεγε η μαμά κάθε φορά που το έπαιρνε αγκαλιά.

Η πρώτη μέρα στο σπίτι ήταν χαοτική. Γιαγιάδες, παππούδες, θείες και θείοι είχαν μαζευτεί για να υποδεχτούν το μωρό.

«Τί είναι όλη αυτή η φασαρία; Με ενοχλεί. Θέλω ησυχία, θέλω την μαμά μου» σκέφτηκε το μωράκι.

«Αχ, θα έπρεπε να ήμασταν μόνο εγώ, εσύ και ο μπαμπάς μικρούλα μου, δίχως όλες αυτές τις φωνές. Είναι τόσο ξεχωριστή στιγμή» σκέφτηκε η μαμά.

-Το μωρό πεινάει, τάισέ το!

-Κλαίει, μήπως λερώθηκε; Πρέπει να το πλύνουμε!

-Πάμε στο μπάνιο, ανοίξτε το νερό της βρύσης!

-Ωχ καίει! Ρυθμίστε το, θα το κάψετε το μωρό!

«Μανούλα, πάρε με από εδώ, θέλω μόνο εσένα» σκέφτηκε το μωρό.

-Μπορώ να το αλλάξω και να το ταΐσω μόνη μου, είπε η μαμά επιβλητικά και έκλεισε από πίσω της την πόρτα του δωματίου.

Η φασαρία σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα και όλοι κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι με την αντίδραση της μαμάς.

Το μωράκι έφαγε και αποκοιμήθηκε. Είχε βραδιάσει και όλοι είχαν φύγει από το σπίτι. Επικρατούσε απόλυτη σιωπή και γαλήνη.

-Ωχ Παναγία μου! Η πρώτη νύχτα στο σπίτι με την μπεμπούλα μου. Τι κάνω τώρα; Θα τα καταφέρω; Θα είμαι καλή μαμά; Νιώθω όμορφα, μα ταυτόχρονα περίεργα. Πως θα είναι τα πράγματα από εδώ και στο εξής; αναρωτήθηκε η μαμά μονολογώντας.

Μέσα στη νύχτα, η μαμά και ο μπαμπάς πετάχτηκαν από το κλάμα του μωρού.

-Η μπέμπα! Η μπέμπα κλαίει! Άναψε τα φώτα!

-Τώρα περίμενε, δεν βρίσκω τον διακόπτη! Έλα τον βρήκα!

-Πάρε την αγκαλιά!

-Για να δούμε, πω πω! Η πάνα είναι γεμάτη! Εντάξει, την καθάρισα. Θα την ταΐσω τώρα.

Τριάντα λεπτά αργότερα.

-Τελείωσε;

-Έτσι νομίζω, κουνάει τα χείλη της, αλλά δεν πίνει. Α! Θα την γαργαλήσω στο μάγουλο να δω αν αντιδράει. Μπα! Δεν ξυπνάει. Την κρατάω λίγο όρθια για να ρευτεί. 

Πέντε λεπτά αργότερα.

-Ξύπνα!

-Τί; Τί έγινε;

-Κοιμήθηκες με το μωρό στην αγκαλιά.

-Ωχ, ούτε που το κατάλαβα πως έκλεισαν τα μάτια μου. Την βάζω να κοιμηθεί στο λίκνο.

Τα φώτα έσβησαν και όλοι βυθίστηκαν σε βαθύ ύπνο. Και……

«Ουάαααααα»

Όμως ξύπνησαν ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι που ξημέρωσε.

Η μαμά πήγε στην κουζίνα να πετάξει τις λερωμένες πάνες.

«Νυστάζω τόσο πολύ. Όλα άλλαξαν από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν θα κοιμάμαι πια;» σκέφτηκε ξεφυσώντας και έτριψε τα κατακόκκινα μάτια της.

Οι μέρες περνούσαν και η μαμά είχε αρχίσει να συνηθίζει τη νέα της καθημερινότητα. Ένιωθε ευτυχισμένη, ωστόσο, της έλειπε ο ύπνος και η ξεκούραση. Η μπέμπα ήταν και αυτή πολύ χαρούμενη που η μαμά ήταν συνέχεια δίπλα της.

«Τι καλή μανούλα που έχω! Με φροντίζει και με αγαπάει. Με καθαρίζει, μου τραγουδάει, με παίρνει αγκαλιά, με ταΐζει.  Όταν είμαι στο κρεβατάκι μου, μπαίνει σιγά σιγά στο δωμάτιο για να δει αν είμαι καλά. Μου δίνει ένα μεγάααλο φιλί και μου χαϊδεύει τα μαλλιά».

Ο χειμώνας πέρασε. Ήρθε η άνοιξη. Τα λουλούδια άρχισαν να ανθίζουν, ενώ το υπέροχο κελάηδημα των πουλιών έκανε την ατμόσφαιρα ακόμα πιο όμορφη. Ξεκίνησαν οι πρώτες βόλτες, μα η μπέμπα ήταν σοβαρή. Δεν της άρεσαν καθόλου. Δεν προλάβαινε να προχωρήσει λίγο το καρότσι και ξεκινούσε το κλάμα, μα τι κλάμα.

«Ουάαααααααααααααα».

Οι αγκαλιές και τα φιλιά της μαμάς δεν βοηθούσαν με τίποτα εκείνη την ώρα. Η καημένη μαμά έκανε γρήγορη αναστροφή και έτρεχε πανικόβλητη πίσω στο σπίτι.

«Καλύτερα μαμάκα, μου αρέσει πιο πολύ να βρίσκομαι στο σπίτι. Είναι ήσυχα και ωραία. Έξω φοβάμαι. Πετάνε διάφορα φτερωτά πλάσματα, μικρά και μεγάλα. Ακούω ήχους από κάτι περίεργες μηχανές με ρόδες που περνούν από δίπλα μας όλη την ώρα και έχει πολλές άγνωστες φωνές».

-Πώς να κάνω το κοριτσάκι μου να συνηθίσει τον έξω κόσμο; ρώτησε η μαμά την γιαγιά.

-Τα μωρά θέλουν τον χρόνο τους. Όσο μεγαλώνει, θα είναι πιο εύκολα τα πράγματα.

Όπως κάθε μέρα, η μαμά πήρε αγκαλιά την μπέμπα και βγήκε στο μπαλκόνι.

-Κοίτα τα όμορφα πουλάκια που κάθονται πάνω στο δέντρο! Ωωω! Βλέπεις και τις πολύχρωμες πεταλούδες; Χωρίς αυτά, η φύση θα είχε μισή ομορφιά, είπε η μαμά.

«Μάλιστα, ώστε πουλάκια και πεταλούδες είναι αυτά τα φτερωτά πλάσματα που πετούν έξω συνέχεια. Συμπαθητικά είναι τελικά» σκέφτηκε η μπέμπα. «Βρούυυυυυυυυμ» ακούστηκε ένας εκκωφαντικός ήχος.

Η μπέμπα τραντάχτηκε ολόκληρη γουρλώνοντας τα ματάκια της και τα πουλιά πέταξαν ψηλά στον ουρανό. Μετά από τρία δευτερόλεπτα, το κλάμα της μικρής κούφανε το αυτί της μαμάς.

«Ουάαααααααααααα».

-Όχι φραουλίτσα μου, όχι κοριτσάκι μου, μη φοβάσαι. Ήταν μια απλή μηχανή που όταν τρέχει γρήγορα κάνει αυτό τον θόρυβο. Είναι ενοχλητικός το ξέρω, αλλά δεν σε πειράζει.

Μερικές φορές, η μαμά την αποκαλούσε φραουλίτσα, γιατί είχε κόκκινα ζουμερά μαγουλάκια από την ημέρα που γεννήθηκε.

Έπειτα από λίγη ώρα, η μπέμπα ηρέμησε και έχωσε το προσωπάκι της στον λαιμό της μαμάς.

Με τον καιρό, η μπεμπούλα αγάπησε τις βόλτες με το καρότσι. Κάθε φορά που έβγαιναν έξω έκανε χαρούλες με τα ποδαράκια της. Καθώς προχωρούσαν, η μαμά της περιέγραφε όλα όσα έβλεπε ολόγυρα, ενώ η μπέμπα είχε τα ματάκια της καρφωμένα στο πρόσωπο της μαμάς και με σοβαρό ύφος την παρακολουθούσε.

«Μαμάκα, πόσο ωραία περνάω μαζί σου. Σ’αγαπώ πολύ, είσαι η καλύτερη και μυρίζεις τόσο όμορφα».

Μια νύχτα, η μπέμπα ξύπνησε κλαίγοντας ασταμάτητα.

-Μάλλον πεινάει, είπε ο μπαμπάς.

-Για να δούμε, έλα κοριτσάκι μου, έλα να φάμε. Όχι, δεν θέλει. Για να δω, μήπως πρέπει να αλλάξουμε πάνα; Μμμμμ….καθαρή είναι. Α! Ίσως ζεσταίνεται, ας της φορέσω κάτι πιο ελαφρύ.

Η μαμά και ο μπαμπάς έκαναν τα πάντα για να την ηρεμήσουν. Της καθάρισαν τη μυτούλα, μήπως δεν μπορούσε να αναπνεύσει καλά, της χάιδεψαν απαλά την κοιλίτσα και την πλάτη, μήπως πονούσε κάπου, μα η μπέμπα συνέχιζε να κλαίει δυνατά, δίχως σταματημό.

Ενστικτωδώς, η μαμά την πήρε στην αγκαλιά της και άρχισε να της σιγοτραγουδάει ένα αγαπημένο τραγούδι. Έπειτα από λίγη ώρα, τα βλέφαρα της μπεμπούλας βάρυναν και αμέσως βυθίστηκε σε βαθύ ύπνο. Η μαμά είχε βρει τη λύση. Κάθε φορά που η μπέμπα έκλαιγε ακατάπαυστα, της τραγουδούσε το συγκεκριμένο τραγούδι και αμέσως ηρεμούσε.

Έτσι, πέρασαν έξι όμορφοι και εξουθενωτικοί μήνες.

Ένα πρωί, η μπέμπα ξύπνησε φωνάζοντας την μαμά με τους υπέροχους μωρουδίστικους ήχους της. Αντί για την μαμά όμως, μπροστά της εμφανίστηκε η γιαγιά.

«Όχι εσύ γιαγιά, την μαμά φώναζα. Πού είναι η μαμά; Ε! Γιατί με παίρνεις αγκαλιά γιαγιά; Πού με πας;»

-Όμορφη ψυχούλα μου, έλα στη γιαγιάκα. Πάμε να φάμε την φρουτόκρεμά μας για να μεγαλώσουμε και άλλο.

«Μάλλον η μαμά είναι στην κουζίνα και ετοιμάζει την φρουτόκρεμα. Όχι, δεν είναι εδώ. Καλά, ας γκρινιάξω λίγο για να με κάνει βόλτα η γιαγιά σε όλο το σπίτι, μπας και δω την μαμά. Μμμμμμμ……Εεεεεεεε….Μαααααα…..»

-Τί συμβαίνει κοριτσάκι μου; Γιατί γκρινιάζεις; Ωχ ωχ ωχ το παιδί μου, σώπα, σώπα.

«Ούτε στο σαλόνι είναι η μαμά, ούτε στο δωμάτιό της, δεν είναι πουθενά, δεν την βλέπω. Έφυγε; Μαμά; Πού είσαι; Παίζεις κρυφτούλι; Μα; Μαμά;

Ουάαααααααα, άρχισε να τσιρίζει η μπέμπα μόλις αντιλήφθηκε την απουσία της μαμάς.

-Γιατί κλαις αστεράκι μου; Ησύχασε, σύντομα θα γυρίσει και η μαμά από τη δουλίτσα. Η μπέμπα σταμάτησε να κλαίει απότομα.

«Δουλίτσα; Ποια δουλίτσα; Γιατί πήγε;» σκέφτηκε.

Μέχρι να επιστρέψει η μαμά, η μπέμπα ήταν συνέχεια συννεφιασμένη, τόοοοσο συννεφιασμένη που έξω άρχισε να βρέχει. Μα ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα η μαμά.

-Μωρουλίτα μου! Φραουλίτσα μου! Κοριτσάκι μου! αναφώνησε.

«Μανούλα! Ήρθε η μανούλα μου!» η μπέμπα από τη χαρά της άρχισε να πηγαινοφέρνει πέρα δώθε τα ποδαράκια της και να γελάει δυνατά σαν να την γαργαλούσε κάποιος.

-Μπλουμ μπλουμ μου, μου έλειψες τόσο πολύ! είπε η μαμά ρουφώντας το μαγουλάκι της μπέμπας με ένα τεράστιο φιλί.

Η μπέμπα χώθηκε στην αγκαλιά της μαμάς κουρνιάζοντας σαν σπουργίτι. -Κοίτα τι σου πήρα, ένα αρκουδάκι!

Η μπέμπα το άρπαξε και άρχισε να το κουνάει χαρωπά πάνω κάτω.

«Έλα μαμά μου, βάλε με τώρα για ύπνο. Κουράστηκα πολύ σήμερα περιμένοντας να γυρίσεις. Την γιαγιά την πήρε ο ύπνος, εγώ όμως, ήμουνα ξύπνια και σε περίμενα».

Η μαμά έλειπε και το επόμενο πρωί και το μεθεπόμενο και κάθε άλλο πρωί. Κάθε μέρα, έτρεχε αγχωμένη στη δουλειά για να μην αργήσει και όταν σχόλαγε έτρεχε πάλι αγχωμένη για να φτάσει εγκαίρως στο σπίτι να δει την μπέμπα. Η μπέμπα ξυπνούσε και αντίκριζε την γιαγιά της. Την αγαπούσε και την γιαγιά, αλλά δεν ήταν το ίδιο με την μαμά.

Κάθε μέρα, η μαμά της έφερνε και από ένα δωράκι, μα η μπεμπούλα αδιαφορούσε για τα δώρα.

«Θέλω εσένα μαμάκα, όχι τα δωράκια. Μη φεύγεις, μείνε μαζί μου».

Ο καιρός πέρασε και τα ξενύχτια σταδιακά σταμάτησαν. Η μπέμπα άρχισε να μπουσουλάει πειράζοντας τα πάντα, έβγαλε το πρώτο της δοντάκι, άρχισε να λέει τις πρώτες της συλλαβές που αργότερα έγιναν λεξούλες και γιόρτασε τα πρώτα της γενέθλια.

Μια μέρα, κατάφερε να σηκωθεί μόνη της ακουμπώντας τα χεράκια της στον καναπέ και μετά από δέκα δευτερόλεπτα έκανε τρία βήματα. Η μαμά όμως, δεν ήταν εκεί για να το δει.

«Περπατάω! Περπατάω! Τα κατάφερα! Γιούπι!» και μπαμ παρ’την κάτω.

Την επόμενη μέρα, η μαμά είχε βραδινή βάρδια στη δουλειά.

-Πάμε στην παιδική χαρά γλυκούλα μου; ρώτησε.

-Ναι! είπε το κοριτσάκι φωναχτά.

-Ναι φραουλίτσα μου πάμε! Είχε πολλά παιδάκια, μικρά και μεγάλα. Άλλα έτρεχαν πάνω κάτω και άλλα κάθονταν ήσυχα στο καρότσι τους παρακολουθώντας τα υπόλοιπα παιδιά να παίζουν.

-Ψηλά, ψηλά, ψηλά πετάει η γλυκούλα μου! Το γέλιο της μικρής ήχησε γλυκά σε όλη την παιδική χαρά.

-Μαμά! φώναξε χαρούμενη.

-Παιδί μου! Πάμε να κάνουμε τσουλήθρα μαζί! Ελπίζω μόνο να μη σφηνώσω χα χα!

«Μαμά είσαι αστεία!» σκέφτηκε το κοριτσάκι.

-Ας κάνουμε και τραμπάλα μαζί! Γιουχουυυυ! Ωχ! είπε η μαμά κοιτάζοντας το ρολόι της συνοφρυωμένη.

Η μικρή την κοίταξε με το γνωστό σοβαρό ύφος.

-Πρέπει να φύγουμε αγάπη μου, θα αργήσω στη δουλειά. Σου υπόσχομαι όμως, να σου φέρω ένα ωραίο παιχνιδάκι, είπε η μαμά με λυπημένο χαμόγελο.

Το κοριτσάκι κατσούφιασε.

Οι μήνες κύλησαν με απίστευτα γρήγορο ρυθμό. Το κοριτσάκι απέκτησε όνομα, Έλενα. Έφτασαν τα δεύτερα γενέθλιά της. Έβγαλε την πάνα, έκοψε την πιπίλα και έμαθε να τρώει μόνη της.

Ήταν χειμώνας, όταν είχε ανεβάσει υψηλό πυρετό που δεν έλεγε να πέσει με τίποτα για μια ολόκληρη εβδομάδα. Η μαμά και ο μπαμπάς έτρεξαν στο νοσοκομείο μέσα στη νύχτα για να δουν τι συμβαίνει. Ίωση είναι, θα περάσει! τους είχαν πει τότε. Μέχρι όμως να την εξετάσει ο γιατρός, η μαμά είχε αλλάξει δέκα χρώματα από την τρομάρα της, μην ήταν κάτι σοβαρό!

Τη νύχτα, ξυπνούσε με τον παραμικρό ήχο που έκανε η Έλενα για να δει αν ήταν καλά. Της έβαζε θερμόμετρο, κρύες κομπρέσες, της έδινε αντιπυρετικό σιρόπι και έπειτα ξάπλωνε δίπλα της μέχρι να ξημερώσει.

Μετά από μερικές εβδομάδες, ήρθε και η πρώτη ωτίτιδα. Είχαν καθίσει στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου και η μαμά την κρατούσε αγκαλιά πιέζοντας μια ζεστή πετσετούλα πάνω στο αυτάκι της, μέχρι να δράσει το φάρμακο. «Πονάει μαμά! Πονάει πολύ!» φώναζε η Έλενα κλαίγοντας.

Αξέχαστες στιγμές!

Έπειτα έφτασαν τα τρίτα γενέθλια. Το κοριτσάκι ξεκίνησε να πηγαίνει στον παιδικό σταθμό και απέκτησε φίλους. Στα τέταρτα γενέθλια, της έκαναν πάρτι έκπληξη στον παιδικό σταθμό. Η μαμά είχε πάει εκεί από νωρίς για να αφήσει την τούρτα της που είχε πάνω την αγαπημένη Πέππα το Γουρουνάκι και όλα τα διακοσμητικά για το πάρτι.

Την επόμενη χρονιά, η Έλενα ξεκίνησε να πηγαίνει στο μπαλέτο και στο κολυμβητήριο. Περνούσε καλά, αλλά της έλειπε η μαμά της, όταν ήταν στη δουλειά. Ήθελε να γυρνάει στο σπίτι και να βρίσκει την μαμά εκεί για να της δείχνει όλες τις χειροτεχνίες που έκανε στον παιδικό σταθμό και να της διηγείται πως πέρασε την μέρα της. Την ίδια χρονιά, η μαμά αρρώστησε και μπήκε στο νοσοκομείο για τρεις μέρες. Στην Έλενα είχαν πει, ότι ήταν στη δουλειά για να μην στεναχωρηθεί.

«Μακάρι να μην υπήρχε αυτή η δουλειά της μαμάς. Τώρα δεν θα έρχεται καθόλου σπίτι, θα κοιμάται εκεί. Αγαπάει τη δουλειά πιο πολύ από μένα» σκέφτηκε η Έλενα.

Όταν η μαμά επέστρεψε στο σπίτι, η Έλενα έτρεξε και έπεσε με δύναμη πάνω της.

-Μαμάααααα! Μου έλειψες! Μην ξαναπάς στη δουλειά!

Η μαμά έκατσε στον καναπέ και έβαλε την Έλενα να καθίσει στα γόνατά της.

-Φραουλίτσα μου εσύ, που είσαι τόσο απαλή και σε αγαπώ πολύ πολύ πολύ! Ψηλάααααα μέχρι τον ουρανό και τα αστέρια! Μου έλειψες και εμένα!

Ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της μικρής.

-Δεν θέλω να έχουμε μυστικά η μία από την άλλη, για αυτό θέλω να σου πω κάτι.

-Τί;

-Δεν ήμουνα στη δουλειά τις μέρες που έλειπα.

-Πού είχες πάει;

-Επειδή είχα κουραστεί πολύ αρρώστησα και έτσι, έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο για να γίνω καλά.

-Τότε και η δουλίτσα και το νοσοκομείο είναι κακά, γιατί σε πήραν μακριά μου και εγώ σε έψαχνα.

Η μαμά χαμογέλασε συγκινημένη και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.

-Ξέρεις τι θα κάνω Ελενάκι μου λαμπρό;

-Τί μαμά;

-Θα προσπαθήσω να δουλεύω λιγότερες ώρες για να περνάμε πιο πολύ χρόνο μαζί, τί λες;

-Και θα παίζουμε και θα πηγαίνουμε βόλτες μαμάκα;

-Ναι αγάπη μου! Μέχρι να κουραστούμε εντελώς!

-Ναιιιιι!

Η μαμά έπιασε την Έλενα και άρχισε να την γεμίζει με φιλιά. Γέλια ακούστηκαν σε όλο το σπίτι. Το συννεφάκι εξαφανίστηκε και βγήκε ο ήλιος.

Πέρασαν οχτώ χρόνια. Μαζί πέρασαν και τα χρόνια του Νηπιαγωγείου και του Δημοτικού. Η μαμά και η Έλενα, έκαναν άπειρα πράγματα μαζί όλο αυτό τον καιρό. Η αγαπημένη τους στιγμή, ήταν να κάθονται τα βράδια στον καναπέ, να πίνουν ζεστό τσάι χαμομήλι και να συζητούν διάφορα ή να διαβάζουν κάποιο αγαπημένο βιβλίο.

Ένα πρωί, η Έλενα ετοιμάστηκε βιαστικά για το σχολείο, έβαλε μια μπουκιά κρουασάν βουτύρου στο στόμα της και έτρεξε στην πόρτα για να φύγει.

-Γειά μαμά!

Η μαμά την αγκάλιασε σφιχτά και της έδωσε ένα τεράστιο φιλί.

-Γειά σου φραουλίτσα μου, να προσέχεις!

-Μαμάαα, δεν είμαι μωρό! Φεύγω!

Η πόρτα έκλεισε. Η μαμά στάθηκε στο παράθυρο παρακολουθώντας την Έλενα να προχωράει στο δρόμο και να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο.

-Αχ, μεγάλωσε το κοριτσάκι μου, δεν με χρειάζεται πια. Νιώθω ότι δεν πρόλαβα να την χαρώ. Ήμουνα μονίμως τόσο απασχολημένη με διάφορα πράγματα που δεν κατάλαβα πως πέρασαν τα χρόνια, είπε η μαμά κατακλυσμένη από ανάμεικτα συναισθήματα λύπης και χαράς.

-Πάντα θα σε χρειάζεται, γιατί είσαι η μοναδική μαμά της και οι αναμνήσεις θα είναι πάντα φυλαγμένες μέσα στις καρδιές σας, είπε η γιαγιά καθησυχαστικά ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο της μαμάς.

 

 

 

 

You may also like...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *