Τα παραμύθια μου

Το μαγικό ημερολόγιο της κυρίας Μακένζι

 

Μια φορά και έναν Σεπτέμβριο, κάπου στον Καναδά,

ένα μπλε φορτηγό γεμάτο με έπιπλα και κούτες, σταμάτησε μπροστά από την παλιά μονοκατοικία της κυρίας Μακένζι. Ένα αγοράκι, ο Ματ, μετακόμιζε  με τους γονείς του στο νέο τους σπίτι.

Το νέο σπίτι δεν ήταν τόσο ευρύχωρο όσο το προηγούμενο και δεν είχε ωραίο κήπο με περιποιημένους θάμνους και μυρωδάτα άνθη, όπως το άλλο. Το σχολείο του Ματ δεν ήταν πλέον τρία τετράγωνα πιο κάτω και οι φίλοι του δεν θα χτυπούσαν πια το κουδούνι της πόρτας του για να παίξουν ποδόσφαιρο.

Κατά βάθος, ο Ματ ήταν θλιμμένος, γιατί έπρεπε να προσαρμοστεί σε μια αλλιώτικη πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που δεν ήταν δική του επιλογή. Παρόλα αυτά, δεν παραπονιόταν. Ήξερε, πως οι γονείς του είχαν δυσκολίες με την δουλειά τους.

«Όλα θα πάνε καλά αγόρι μου! Είμαι σίγουρος ότι θα τα πας μια χαρά εδώ!» του έλεγε ο μπαμπάς του.

«Δώσε λίγο χρόνο στον εαυτό σου και τα πράγματα θα φτιάξουν αγάπη μου.» του έλεγε η μαμά του.

Η κυρία Μακένζι τους υποδέχτηκε στο κατώφλι του σπιτιού για να τους παραδώσει τα κλειδιά.

-Καλώς ήρθατε, ελπίζω να σας αρέσει εδώ! Για ό,τι χρειαστείτε μη διστάσετε να μου χτυπήσετε την πόρτα, μένω ακριβώς απέναντί σας! είπε με γλυκιά φωνή και έριξε ένα ζεστό χαμόγελο στον Ματ.

Η κυρία Μακένζι ήταν μια αξιολάτρευτη ηλικιωμένη, γεμάτη με αγάπη και καλοσύνη για όλο τον κόσμο. Έμοιαζε με καλή νεράιδα που είχε βγει από κάποιο παραμύθι. Ζούσε μόνη της και είχε για παρέα ένα πανέμορφο Λαμπραντόρ, το οποίο λάτρευε. Κοιτάζοντάς την, ο  Ματ ένιωσε μια απέραντη γαλήνη και οικειότητα, σαν να την γνώριζε χρόνια. Κάτι πάνω της, τον ηρεμούσε.

Η μέρα κύλησε γρήγορα και η νύχτα άπλωσε το μαύρο της πέπλο, στον γεμάτο από αστέρια ουρανό. Ο Ματ ξάπλωσε στο κρεβάτι του και μέσα στο σκοτάδι, η σκέψη του ταξίδεψε στην παλιά του γειτονιά. Έτσι, τον πήρε ο ύπνος.

Την επόμενη μέρα, οι γονείς του ήταν απασχολημένοι. Έτσι, ο Ματ είχε άπλετο χρόνο για να εξερευνήσει το σπίτι. Μπήκε σε όλα τα δωμάτια, ανοιγόκλεισε όλα τα ντουλάπια, κατέβηκε στο υπόγειο για να βρει κάτι τρομακτικό και αφού δεν βρήκε τίποτα ενδιαφέρον, επέστρεψε στο δωμάτιό του και ξεκίνησε να τακτοποιεί την ντουλάπα του.

Η ντουλάπα του ήταν σαν ένα πολύ μικρό δωμάτιο. Ο Ματ εντόπισε τον διακόπτη και άναψε το φως. Κοίταξε γύρω του και ανακάλυψε μια καταπακτή πάνω από το ράφι της ντουλάπας. Γεμάτος περιέργεια και ενθουσιασμό, έφερε ένα σκαλάκι, ανέβηκε πάνω και με ένα ελαφρύ σπρώξιμο κατάφερε να την ανοίξει.

Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στον χώρο μιας σοφίτας. Είχε πολλή σκόνη και αμέτρητα παλιά αντικείμενα. Μια κιτρινισμένη κουρτίνα με δαντελένιες λεπτομέρειες, κάλυπτε το μεγάλο παράθυρο που είχε θαμπώσει από τις βροχές και την σκόνη. Ο Ματ σκαρφάλωσε πάνω και προχώρησε με αργά βήματα, χαζεύοντας τα πράγματα γύρω του. Βρήκε ένα μουσικό κουτί, ένα παιχνίδι καρουζέλ με αλογάκια και φωτάκια, μια συλλογή από δίσκους βινυλίου και μια γωνία με στοιβαγμένα βιβλία. Ο Ματ αγαπούσε πολύ τα βιβλία, ένας σωστός βιβλιοφάγος. Έτσι, έκατσε σε ένα ξύλινο σκαμπό για να ξεφυλλίσει μερικά. Ανάμεσα σε δύο χοντρά βιβλία, υπήρχε ένα ξεθωριασμένο ημερολόγιο. Το τράβηξε προσεκτικά και το άνοιξε.

«Είμαι….» έγραφε στην πρώτη σελίδα.

Ο Ματ ξεφύλλισε τις υπόλοιπες σελίδες, μα ήταν κενές.

«Χμ…ποιανού να ήταν αυτό το ημερολόγιο;» σκέφτηκε σιωπηλά.

Πήρε το ημερολόγιο αγκαλιά και κατέβηκε στο δωμάτιό του. Έπιασε ένα μολύβι και έγραψε:

«Είμαι…..στεναχωρημένος.»

Η σκέψη του διακόπηκε, όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας.

-Ω καλημέρα! είπε η μαμά του Ματ, καθώς άνοιγε την πόρτα.

Ήταν η κυρία Μακένζι, η οποία κρατούσε φρεσκοψημένα μπέγκελς πάνω σε μια πιατέλα.

-Καλημέρα! Μόλις τα έβγαλα από τον φούρνο και σας σκέφτηκα, είπε.

-Σας ευχαριστούμε πολύ! Είστε πολύ καλή!

-Δεν κάνει τίποτα, είναι χαρά μου! είπε χαμογελώντας και κοίταξε τον Ματ, ο οποίος στεκόταν δίπλα στη μητέρα του.

-Ματ καλέ μου, δοκίμασε ένα. Όταν είμαι στεναχωρημένη, τρώω ένα ζεστό μπέγκελ με κρέμα τυρί και μου φτιάχνει η διάθεση, συνέχισε.

-Ευχαριστώ, μουρμούρησε ο Ματ.

-Παρακαλώ, καλέ μου.

-Κυρία Μακένζι, θα θέλατε να πιείτε ένα φλιτζάνι τσάι μαζί μας; ρώτησε η μαμά του Ματ.

-Όχι σήμερα καλή μου, ίσως μια άλλη φορά. Σας χαιρετώ.

-Όπως επιθυμείτε. Να πάτε στο καλό!

-Περιμένετε! φώναξε ο Ματ και έτρεξε για να την προλάβει, πριν περάσει τον δρόμο. Πως ξέρατε ότι είμαι στεναχωρημένος; την ρώτησε.

-Λοιπόν, πες ότι έχω μια μαγική δύναμη και τα ξέρω όλα, του απάντησε κλείνοντάς του το μάτι.

Το βράδυ, ο Ματ έκατσε αναπαυτικά στο κρεβάτι του και άνοιξε πάλι το ημερολόγιο. Τα μάτια του γούρλωσαν, όταν είδε, πως υπήρχε μια ερώτηση γραμμένη στη διπλανή σελίδα, η οποία δεν υπήρχε νωρίτερα.

«Γιατί είσαι στεναχωρημένος;» έγραφε.

Ο Ματ, πήγε κατευθείαν στους γονείς του και τους ρώτησε αν είχαν πειράξει το ημερολόγιό του, μα κανένας από τους δύο δεν το είχε πειράξει.

-Γιούπι! Βρήκα ένα μαγικό ημερολόγιο! Μου μιλάει χα χα! φώναξε ενθουσιασμένος.

-Α! Φαίνεται πως ο φανταστικός φίλος του ξαναγύρισε, είπε η μαμά ανασηκώνοντας τα φρύδια της και γέλασαν δυνατά μαζί με τον μπαμπά.

Ο Ματ, δίχως να δώσει σημασία, έτρεξε σαν σίφουνας στο δωμάτιό του και συνέχισε να γράφει:

«Είμαι στεναχωρημένος, γιατί δεν ξέρω κανέναν εδώ και γιατί όλα είναι καινούρια και διαφορετικά. Δεν ξέρω αν θα μου αρέσει το καινούριο σχολείο, ούτε αν θα κάνω νέους φίλους. Ξαφνικά, όλα άλλαξαν, έχω μπερδευτεί, πρώτα θυμώνω, μετά φοβάμαι, δεν ξέρω τι να κάνω. Νιώθω μόνος.» γράφοντας αποκοιμήθηκε.

Το επόμενο πρωί, ο Ματ σηκώθηκε γεμάτος ανυπομονησία για να δει τι έγραφε το μαγικό ημερολόγιο. Άνοιξε την επόμενη σελίδα και ναι, ήταν εκεί, όμορφα και καθαρά γραμμένη. Η καινούρια ερώτηση, περίμενε την απάντησή του.

«Έχεις πει στους γονείς σου πως νιώθεις;»

«Δεν τους έχω πει τίποτα. Δεν θα με καταλάβουν, γιατί είναι μεγάλοι. Έτσι και αλλιώς, τίποτα δεν θα αλλάξει αν τους το πω.»

«Όταν κάποιος σε αγαπάει, σε καταλαβαίνει. Οι γονείς σου, είναι πάντα δίπλα σου για να σε ακούνε και να σε υποστηρίζουν. Μπορείς να τους πεις τα πάντα, ό,τι σκέφτεσαι και ό,τι νιώθεις. Χαίρονται όταν τους εμπιστεύεσαι και τους μιλάς. Νοιάζονται για σένα, γιατί είστε οικογένεια.» ήταν η απάντηση την επόμενη μέρα.

Οι μέρες περνούσαν και ο Ματ είχε αρχίσει να νιώθει καλύτερα. Δεν είχε κάνει ακόμα νέους φίλους, όμως ήξερε, πως κάθε μέρα, ο καλύτερος φίλος του τον περίμενε στο σπίτι για να μιλήσουν. Το αγαπημένο του μαγικό ημερολόγιο. Ήθελε να μιλήσει στους γονείς του, όμως εκείνοι ήταν μονίμως απασχολημένοι.

«Θα τους μιλήσω αύριο.» έλεγε κάθε μέρα στον εαυτό του.

…..και οι μέρες όλο περνούσαν.

Μια μέρα, καθώς ο Ματ επέστρεφε από το σχολείο, είδε την κυρία Μακένζι να κάθεται σε ένα παγκάκι, κάτω από έναν πλάτανο.

-Καλησπέρα κυρία Μακένζι, είπε χαμηλόφωνα.

-Γειά σου, καλέ μου! Πως είσαι; τον ρώτησε χαμογελώντας.

-Καλά, ευχαριστώ.

-Ξέρεις, μου αρέσει να κάθομαι εδώ. Νιώθω σαν να με αγκαλιάζει αυτός ο πλάτανος. Κάτω από τα πανέμορφα φύλλα του νιώθω ηρεμία και ασφάλεια. Είναι σαν μια μεγάλη ομπρέλα, που με προστατεύει από κάθε δυνατή βροχή και καταιγίδα.

-Μα, δεν βρέχει, ούτε έχει καταιγίδα, είπε ο Ματ ανασηκώνοντας τους ώμους του.

-Χα χα χα, έλα, κάθισε δίπλα μου παιδί μου, είπε η κυρία Μακένζι.

Ο Ματ πλησίασε το παγκάκι και κάθισε, ακουμπώντας τις παλάμες του στα γόνατά του.

-Κοίτα γύρω γύρω τους ανθρώπους που περπατούν, τί βλέπεις Ματ;

-Εμ…τίποτα, απλά περπατούν, απάντησε ο Ματ μπερδεμένος.

-Ακριβώς, είναι άνθρωποι που απλά περπατούν. Δεν έχουν κάτι από πάνω τους που να τους προστατεύει, σε περίπτωση που ξεσπάσει κακοκαιρία. Κοίτα τώρα, τί έχεις εσύ πάνω από το κεφάλι σου;

-Έναν πλάτανο….

Η κυρία Μακένζι τον κοίταξε με χαμόγελο.

-Δεν είμαι μόνος, με προστατεύει.

-Ακριβώς καλέ μου, δεν είσαι μόνος. Πάντα κάποιος είναι δίπλα σου, αρκεί να το δεις και να το καταλάβεις. Έτσι και οι γονείς σου, σε αγκαλιάζουν και σε προσέχουν με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο αν ξεσπάσει κακοκαιρία, ακόμα και όταν δεν είναι παρόν, είναι εκεί για σένα στα δύσκολα. Σε σκέφτονται και σε αγαπάνε. Αν παρατηρήσεις προσεκτικά, θα το δεις.

Ο Ματ κοίταζε την κυρία Μακένζι με το στόμα ανοιχτό, δεν μπορούσε να καταλάβει πως διάβαζε τις σκέψεις του, κάθε φορά που τον έβλεπε.

-Για πες μου τώρα παιδί μου, έχεις κάνει φίλους στο σχολείο;

-Ε ναι, έχω έναν κολλητό, απάντησε ο Ματ κατεβάζοντας το βλέμμα του.

-Κολλητό; Πως τον λένε;

Ο Ματ σκάλωσε και δεν ήξερε τι να απαντήσει.

-Θα σου δώσω μια συμβουλή καλέ μου, είναι καλό να γράφεις κάπου αυτά που σκέφτεσαι και νιώθεις, αλλά είναι καλύτερο να τα συζητάς με κάποιον. Επίσης, θα ήταν καλό να βρεις έναν πραγματικό φίλο για να μπορείτε να παίζετε και ποδόσφαιρο μαζί, όπως παλιά.

-Είναι δικό σας το μαγικό ημερολόγιο; ρώτησε ο Ματ αποσβολωμένος.

-Το ημερολόγιο ανήκει σε όλα τα παιδιά που το έχουν ανάγκη. Όχι όμως για πάντα, αλλά μέχρι να καταλάβουν κάποια πράγματα.

-Είστε νεράιδα;

-Σσσσσς, είναι μυστικό. Μην το πεις στους μεγάλους, δεν θα το καταλάβουν, είπε η κυρία Μακένζι και γέλασαν δυνατά και οι δύο.

-Ματ αγάπη μου, σήκω! Θα αργήσεις στο σχολείο! φώναξε η μαμά του.

Ο Ματ πετάχτηκε απότομα από το κρεβάτι και έτρεξε στο γραφείο του για να δει αν ήταν εκεί το μαγικό ημερολόγιο. Όμως, δεν το βρήκε.

-Ονειρεύτηκα; αναρωτήθηκε.

Ο Ματ ετοιμάστηκε και πήγε στην κουζίνα. Οι γονείς του ήταν ήδη εκεί.

-Πως κοιμήθηκες παιδί μου; τον ρώτησε η μαμά.

-Πολύ καλά! Είδα το πιο περίεργο όνειρο! Είχα βρει ένα μαγικό ημερολόγιο πάνω στη σοφίτα και μου μιλούσε. Α! Η κυρία Μακένζι ήταν νεράιδα και καθόμασταν μαζί σε ένα παγκάκι, κάτω από έναν πλάτανο. Ήξερε τα πάντα για μένα!

Ο Ματ μιλούσε ακατάπαυστα με ενθουσιασμό και οι γονείς του τον άκουγαν με προσοχή. Έπειτα, τους μίλησε για τα συναισθήματά του. Τους είπε πως αρχικά ήταν στεναχωρημένος που μετακόμισαν και φοβόταν, γιατί δεν ήξερε τι τον περίμενε. Τους είπε επίσης, ότι ήταν έτοιμος να κάνει νέους φίλους και πως ένιωθε πολύ καλύτερα πλέον. 

-Μπορείς να μας λες τα πάντα Ματ, του είπε ο μπαμπάς χαμογελώντας. Να θυμάσαι, πως είμαστε πάντα εδώ για σένα, στα καλά και στα κακά.

-Το ξέρω μπαμπά!

-Και τώρα ήρθε η ώρα της οικογενειακής αγκαλίτσας! είπε δυνατά η μαμά.

Εκείνο το πρωινό, ήταν το πιο χαρούμενο πρωινό από όλα. Ένα πρωινό, με πολλά χαμόγελα και αγκαλιές.

Στο δρόμο για το σχολείο, ο Ματ είδε την κυρία Μακένζι να κάθεται σε ένα παγκάκι με τον σκύλο της, που είχε ακουμπήσει τη μουσούδα του στα πόδια της.

-Καλημέρα κυρία Μακένζι! είπε χαρωπά.

-Ω, καλημέρα γλυκέ μου! Όλα καλά;

-Ναι, τέλεια!

Εκείνη την στιγμή, σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν στο πρόσωπο του Ματ. Η κυρία Μακένζι έβγαλε μια ομπρέλα από την τσάντα της και τέντωσε το χέρι της, δίνοντάς την στον Ματ.

-Μα, πως ξέρατε ότι θα βρέξει; απόρησε ο Ματ.

-Πάντα υπάρχει μια ομπρέλα για όλους και ας μην την βλέπουν.

-Σας ευχαριστώ για όλα κυρία Μακένζι! Α! Και πιο πολύ για το μαγικό ημερολόγιο! είπε, ανοίγοντας την ομπρέλα και έτρεξε στο σχολείο.

You may also like...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *